- συνεκφέρω
- ΝΑνεοελλ.(σχετικά με λέξεις ή φθόγγους) εκφωνώ μαζί, συμπροφέρωαρχ.1. εκφέρω μαζί, ιδίως για ενταφιασμό, συνοδεύω την κηδεία κάποιου2. παρακολουθώ κηδεία3. εκφράζω μαζί ή συγχρόνως («συνεκφέρειν τῇ μορφῇ τὴν ἀρετήν», Πλούτ.)4. αποβάλλω μαζί5. (στη χειρουργική) εξάγω μαζί6. υπομένω κάτι μέχρι το τέλος μαζί με κάτι άλλο7. παθ. συνεκφέρομαιπαρασύρομαι μαζί με κάποιον («συνεκφέρεσθαι τῇ δυνάμει τῶν συνηγορούντων», Διόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.