συνεκφέρω

συνεκφέρω
ΝΑ
νεοελλ.
(σχετικά με λέξεις ή φθόγγους) εκφωνώ μαζί, συμπροφέρω
αρχ.
1. εκφέρω μαζί, ιδίως για ενταφιασμό, συνοδεύω την κηδεία κάποιου
2. παρακολουθώ κηδεία
3. εκφράζω μαζί ή συγχρόνως («συνεκφέρειν τῇ μορφῇ τὴν ἀρετήν», Πλούτ.)
4. αποβάλλω μαζί
5. (στη χειρουργική) εξάγω μαζί
6. υπομένω κάτι μέχρι το τέλος μαζί με κάτι άλλο
7. παθ. συνεκφέρομαι
παρασύρομαι μαζί με κάποιον («συνεκφέρεσθαι τῇ δυνάμει τῶν συνηγορούντων», Διόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συνεκφέρω — προφέρω, εκφωνώ μαζί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυνεκφέρει — συνεκφέρω carry out together pres ind mp 2nd sg συνεκφέρω carry out together pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκφερόμενον — συνεκφέρω carry out together pres part mp masc acc sg συνεκφέρω carry out together pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκφερόντων — συνεκφέρω carry out together pres part act masc/neut gen pl συνεκφέρω carry out together pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκφέρει — συνεκφέρω carry out together pres ind mp 2nd sg συνεκφέρω carry out together pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκφέρον — συνεκφέρω carry out together pres part act masc voc sg συνεκφέρω carry out together pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκφέρου — συνεκφέρω carry out together pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) συνεκφέρω carry out together imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκφέρουσιν — συνεκφέρω carry out together pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συνεκφέρω carry out together pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεξέφερον — συνεκφέρω carry out together imperf ind act 3rd pl συνεκφέρω carry out together imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεξήνεγκε — συνεκφέρω carry out together aor ind act 3rd sg συνεκφέρω carry out together aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”